14 Μαρτίου 2012

Ομφάλιος Φλώρος



Ο συρμός του ΗΣΑΠ ακολουθούσε με νωχελικό ρυθμό την προδιαγεγραμμένη τροχιά του, ενώ κάτω από τις μπογιές της ανακαίνισης του 2004 αναδυόταν η μυρωδιά του παλιού βαγονιού. Καθώς τα σώματα στριμώχνονταν ασφυκτικά, τα βλέμματα δραπέτευαν απ’ όπου μπορούσαν. Ο Κώστας στεκόταν κοντά στη πόρτα. Το χέρι του ακουμπούσε το χέρι του Ντένις, που βρισκόταν λίγο πιο πέρα, κολλημένος πάνω στον ηλικιωμένο κύριο με τη μπεζ καπαρντίνα. Λίγο πριν τη στάση ο Ντένις, με ταχυδακτυλουργικές  κινήσεις, έπιασε το μαύρο πορτοφόλι και το πέρασε αστραπιαία στον Κώστα. Εκείνος το έβαλε στη τσέπη του. Μόλις το τρένο σταμάτησε, κατέβηκε και κατευθύνθηκε με σταθερό βήμα έξω απ’ το σταθμό.
Με τον Ντένις γνωρίζονταν απ’ το σχολείο. Από τότε είχαν ξεκινήσει και τις μικροκλοπές ψιλοπράγματα από σούπερ μάρκετ, το χαρτζιλίκι των συμμαθητών, λεφτά απ’ τα πορτοφόλια των γονιών. Πολύ άγχος, ασήμαντο κέρδος. Στη συνέχεια χάθηκαν, μέχρι που λίγες εβδομάδες πριν η μοίρα τους έφερε πρόσωπο με πρόσωπο στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς. Ακολούθησαν  στιχομυθίες του τύπου «τώρα που βρεθήκαμε μη ξαναχαθούμε», «πάρε τηλέφωνο να πάμε για κανένα καφέ» κ.τ.λ.. Περίπου είκοσι χρονών ήταν  τότε ο Κώστας. Μόλις είχε απολυθεί απ’ το στρατό, που του είχε αφήσει προίκα αρκετά παραπανίσια κιλά και την τεχνογνωσία του να κάνει με απόλυτη σοβαρότητα τα πιο γελοία πράγματα. Υπό άλλες προϋποθέσεις η ικανότητα αυτή θα του εξασφάλιζε μια αξιοσέβαστη καριέρα, όμως με απολυτήριο Λυκείου 10,6 και μοναδική προϋπηρεσία δύο μεροκάματα στο προποτζίδικο της γειτονιάς, οι επαγγελματικές προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά του δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε λαμπρές. Όταν λοιπόν ο Ντένις του ξεφούρνισε τις παράνομες δραστηριότητές του, και του πρότεινε να τον «μπάσει στο κόλπο», ο Κώστας δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτεί.


Άφησε πίσω του το σταθμό του ηλεκτρικού και χώθηκε στα τριγύρω στενά. Οι οδηγίες ήταν σαφείς  έπρεπε να κρατήσει μετρητά, πιστωτικές κάρτες και τυχόν σημειώματα με αριθμούς, να ξεφορτωθεί τα υπόλοιπα και να τρέξει στο κοντινότερο ΑΤΜ, μήπως και μπορέσει να  τραβήξει χρήματα, πριν προλάβει το θύμα να ακυρώσει τις κάρτες. Βρήκε ένα μικρό πάρκο και κάθισε σε ένα παγκάκι. Έκανε να βγάλει από τη τσέπη του το πορτοφόλι, όμως σταμάτησε μόλις  είδε να πλησιάζει ένας νεαρός με το σκύλο του. Το σκυλί τον πλησίασε προκαλώντάς του μια έντονη νευρικότητα. Η μάλλον η δική του νευρικότητα τράβηξε το σκύλο. Σκέφτηκε ότι ο επερχόμενος πανικός του ήταν αδικαιολόγητος, αλλά αυτό το μικρό διάλειμμα καθαρής σκέψης δεν μπόρεσε να κατευνάσει την εσωτερική του ένταση, που βιαζόταν να εκτονωθεί. Σηκώθηκε απότομα, με αποτέλεσμα να τραβήξει τη προσοχή του συνοδού του σκύλου, ο οποίος μέχρι τότε δεν τον είχε προσέξει καθόλου. Οι σφυγμοί του είχαν ανέβει και το βήμα του επιταχύνθηκε ασυναίσθητα. Εντάξει, δεν ήταν και πρωτάρης, αλλά άλλο να βουτάς σοκολάτες από τα ψιλικατζίδικα και άλλο αυτό. Έφυγε από το πάρκο σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Μετά από μια πυρετική περιπλάνηση, τα βήματά του τον οδήγησαν σε μια στάση λεωφορείου. Σε λιγότερο από μια ώρα ήταν στη Κυψέλη, σπίτι του.
Στη παλιά πολυκατοικία της οδού Δροσοπούλου κανένας ένοικος δεν ασχολιόταν με τον άλλο. Ούτε καν μέσα στο ίδιο σπίτι. Ο Κώστας πέρασε από το καθιστικό και κλείστηκε στο δωμάτιό του χωρίς να ανταλλάξει κουβέντα με τους γονείς του, που -όπως κάθε μέρα -θα έβλεπαν καθηλωμένοι τη σαπουνόπερα των 18.00, εκστασιασμένοι τη σαπουνόπερα των 19.00 και   αποσβολωμένοι τη σαπουνόπερα των 20.00 με τον πρωτότυπο τίτλο «Δελτίο Ειδήσεων». Κλείδωσε τη πόρτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κοίταξε το κινητό του. Είχε κλήση από τον Ντένις, την οποία μέσα στη ταραχή του δεν είχε ακούσει. Τον κάλεσε:
-         Κώστα ; Ακούστηκε διερευνητική η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
-         Έλα Ντένις, όλα καλά.
-         Που είσαι ρε και ανησυχήσαμε, συνέχισε φανερά ανακουφισμένος ο Ντένις. Έκανες ότι είπαμε;
-         Ναι, όλα εντάξει, επανέλαβε ο Κώστας.
-         Έχε χάρη που σου έχω εμπιστοσύνη ρε μπαγάσα, αύριο στο μέρος που είπαμε για τη μοιρασιά έ;
-         Ναι.
-         Τα λέμε.
Πέταξε το κινητό στο κρεβάτι. Σηκώθηκε και τσέκαρε ξανά τη πόρτα και το παράθυρό του. Κάθισε στο μικρό γραφείο, που είχε από μαθητής και έβγαλε το πορτοφόλι.
Ήταν ένα αρκετά μεγάλο μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι. Το δέρμα του ήταν σε αρκετά σημεία ξεβαμμένο, πράγμα που πρόδιδε τη παλαιότητά του. Το άνοιξε. Πρώτα κοίταξε τα χαρτονομίσματα, 120 Ευρώ. Τα έβγαλε και τα έβαλε στο συρτάρι.  Στη συνέχεια έψαξε για κάρτες. Μόνο μια κάρτα ανάληψης μετρητών με ένα κίτρινο χαρτάκι κολλημένο πάνω της. «Μα καλά υπάρχουν άνθρώποι που βάζουν τον κωδικό με την κάρτα» αναρωτήθηκε αρχικά. Η επόμενη σκέψη του όμως τον αναστάτωσε. Έπρεπε να είχε πάει ήδη στο ΑΤΜ, και να είχε σηκώσει λεφτά. Τώρα πιθανότατα η κάρτα θα είχε ακυρωθεί. Σηκώθηκε και βημάτισε νευρικά στο δωμάτιο. Όχι, θα ήταν ριψοκίνδυνο να πάει τώρα. Θα εξαφάνιζε το κίτρινο χαρτάκι και κανείς δε θα μάθαινε ότι το βρήκε. Ξανακάθισε, ικανοποιημένος από τη λύση που έδωσε, και συνέχισε να ψάχνει το πορτοφόλι. Η αστυνομική ταυτότητα μαρτύρησε κάποια πράγματα για το κάτοχό του: Κοτανίδης Λεωνίδας , ημερομηνία γέννησης 23/02/1937, τόπος γέννησης Δράμα κτλ. Στη διπλανή θήκη  δύο φωτογραφίες. Στη μια αναγνώρισε το κύριο με την καπαρντίνα. Αν και ήταν πολύ νεότερος στη φωτογραφία, η χαρακτηριστική του μύτη δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας. Δίπλα του μια γυναίκα με αυστηρό ύφος, πιθανότατα η γυναίκα του. Πόζαραν σε κάποια εξοχή. Στη άλλη φωτογραφία δύο κοριτσάκια. Συνέχισε το ψάξιμο. Μια εικόνα της Παναγίας, κέρματα, η κάρτα ενός γιατρού. Τα έβαλε όλα πίσω στη θέση τους. Έκρυψε  το πορτοφόλι στο συρτάρι του και το κλείδωσε. Ξάπλωσε με τα ρούχα και σταύρωσε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι του. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε με το φως αναμμένο.
Η συνάντηση της επόμενης μέρας είχε κανονιστεί σε ένα σπίτι στο Μεταξουργείο. Ο Κώστας πήρε μαζί του τα μετρητά και πήγε. Ήταν μαζεμένα εκεί 7-8 άτομα. Η δουλεία απαιτούσε πολλά χέρια. Δρούσαν σε λεωφορεία, ηλεκτρικό σιδηρόδρομό, λαϊκές αγορές  και γενικά όπου υπήρχε συνωστισμός. Άλλοι απασχολούσαν τα θύματα πιάνοντας τους κουβέντα, άλλοι στριμώχνονταν πάνω τους, και τέλος οι επιδέξιοι της ομάδας  τους «ξαλάφρωναν».Ο Κώστας σίγουρα δεν άνηκε στη τελευταία κατηγορία. Τα χέρια του έτρεμαν διαρκώς. Γι’ αυτό και του είχε φανεί περίεργο που ο Ντένις, του είχε προτείνει να συνεργαστούν. Η εξήγηση που του έδωσε, αν και λογική, του έξυσε πληγές: «Χρειαζόμαστε άτομα σαν και σένα με – πώς να το πω- ωραίο παρουσιαστικό, που να μη δημιουργούν υποψίες. Εγώ θα σου πασάρω τα κλοπιμαία και εσύ θα φεύγεις σαν κύριος» του είχε πει χαμογελώντας.

 «Ωραίο παρουσιαστικό», ανακρίβειες. Ο Κώστας ήταν απλά συμπαθητικός. Το πλαδαρό σουλούπι, τα καλοχτενισμένα μαλλιά, το σχεδόν άτριχο πρόσωπο με τα γυαλιά μυωπίας, έδιναν πάντα την εικόνα του καλού παιδιού. Σε καμία περίπτωση  όμως του ωραίου. Και τι να το κάνει ο Κώστας που ήταν συμπαθητικός. Σιχαινόταν αυτό το βλέμμα γεμάτο συγκατάβαση και αίσθημα ανωτερότητας, που διέκρινε στα μάτια όσων – λίγων- του έδιναν σημασία. Βάλθηκε λοιπόν από μικρός να τους αποδείξει το λάθος τους: Κοπάνες, ύποπτες παρέες, τσιγάρο από τα 13, ξύλο στο σχολείο και στα γήπεδα. Άδικος κόπος. Όσο περισσότερο πάσχιζε να κρύψει την εγγενή  αμηχανία και τη φιλάσθενη φύση του, τόσο αυτές αναδύονταν πεισματικά. Και να που άλλη μια φορά, αυτή η εικόνα που είχε τόσο προσπαθήσει να αποτινάξει, επέστρεφε πανηγυρικά. Τον ήθελαν μαζί τους όχι για την σωματική του δύναμη, ούτε καν για το κοφτερό του μυαλό, αλλά ακριβώς επειδή έδειχνε τόσο μαλθακός, που κανείς δεν θα τον υποψιαζόταν.

Η μοιρασιά είχε προχωρήσει. Κάποιοι εμφάνιζαν λεία αρκετών εκατοντάδων Ευρώ. «Εγώ μόνο 120 Ευρώ βρήκα στο γέρο. Τι να περιμένει κανείς  εκεί που έχουν πάει οι συντάξεις» είπε γελώντας με προσποιητή άνεση, όταν ήρθε η σειρά του. Κανένας άλλος δε γέλασε, αλλά τουλάχιστον δεν του ζήτησαν να αναφέρει περαιτέρω λεπτομέρειες. Ήταν άλλωστε η πρώτη του φορά. Με 40 ευρώ στη τσέπη πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι του.
Την άλλη μέρα το ραντεβού ήταν στο Μοναστηράκι. Θα ήταν αυτός, ο Ντένις και ένας ακόμα τον οποίο δεν ήξερε. Τα ρολόγια έδειχναν 12 το μεσημέρι. O κόσμος είχε πλημμυρίσει την πλατεία και τα στενά, εκμεταλλευόμενος την σχεδόν καλοκαιρινή Σαββατιάτικη μέρα, που μπερδεμένη έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του Δεκέμβρη. Οι τρεις παράνομοι, προχωρούσαν σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο, ψάχνοντας τα υποψήφια θύματά τους. Σε ένα μικρό άνοιγμα του δρόμου, συνωστιζόταν ο κόσμος για να παρακολουθήσει την παράσταση ενός υπαίθριου καλλιτέχνη. Ο Ντένις στριμώχτηκε δίπλα από μια κυρία που φορούσε την τσάντα της στον ώμο, παρακολουθώντας απορροφημένη το θέαμα. Οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν. Σε λίγα δευτερόλεπτα το πορτοφόλι ήταν στα χέρια του Κώστα. Το έκρυψε και γύρισε να φύγει. Είχε κάνει καμιά δεκαριά βήματα όταν ακούστηκαν οι φωνές: «Κλέφτης πιάστε τον». «Αυτός εκεί με τα γυαλιά και το μαύρο μπουφάν, τον είδα να αρπάζει το πορτοφόλι της κυρίας». Τα υπόλοιπα εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα. Ο Κώστας βρέθηκε μπρούμυτα στο δρόμο με ένα γόνατο στην πλάτη του και διάφορους τύπους από πάνω του, να τον κοιτάζουν με αποστροφή, μουρμουρίζοντας απειλές, βρισιές και διάφορες ασυναρτησίες για την πολιτικοκοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Ο Κώστας δεν αντιστάθηκε. Και να ήθελε δε θα μπορούσε άλλωστε. Ακούμπησε το μάγουλό του στο κρύο πλακόστρωτο. Τα γυαλιά του βρίσκονταν σπασμένα λίγο  παραπέρα. Έκλεισε τα μάτια και χαλάρωσε το σώμα του. Για κάποιο περίεργο λόγο ένιωθε πιο ήρεμος από ότι συνήθως. Πάνω στο εκράν των κλειστών του βλεφάρων, το μυαλό του προέβαλλε μια βιαστική αναδρομή. Οι γονείς του, τα πρώτα πειράγματα στο Δημοτικό, οι κοροϊδίες και το ξύλο στις μεγαλύτερες τάξεις, τα καψόνια στο στρατό, ο Ντένις με το ειρωνικό του χαμόγελο, ο Λεωνίδας Κοτανίδης... Άνοιξε τα μάτια του ξανά. Το περιπολικό είχε φτάσει. Τον σήκωσαν και του φόρεσαν χειροπέδες. Τα μαλλιά του είχαν ανακατευτεί. Το πρόσωπο και τα ρούχα του είχαν λερωθεί από τη σκόνη του δρόμου. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τριγύρω. Δεν έβλεπε χωρίς τα γυαλιά, ένιωθε όμως τα βλέμματα των άλλων πάνω του. Μια γυναίκα που στεκόταν εκεί κοντά, παρακολουθώντας το περιστατικό, φώναξε: «Κοίτα να δεις, χαμογελάει κιόλας ο αλήτης. Φαίνεται από τη φάτσα τι  κουμάσι είναι»…


                                                                                                    



















Δεν υπάρχουν σχόλια: