26 Φεβρουαρίου 2006

O Kύριος Λάκης


Κυριακή σήμερα, η μέρα του Κυρίου δηλαδή. Το πρόβλημα είναι οτι δεν είχα προσέξει παλιότερα το κεφαλαίο Κ και έτσι νόμιζα αρχικά οτι η Κυριακή ήταν η μέρα του κυρίου Λάκη, που ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχα ακούσει να αποκαλούν κύριο οι γονείς μου.
Στη παρανόηση αυτή βοήθησε και το γεγονός οτι ο κύριος Λάκης εμφανιζόταν σπίτι μας σχεδόν αποκλειστικά τις Κυριακές.


Ο κύριος αυτός λοιπόν, έμενε στο ίδιο στενό του Παγκρατίου που μέναμε και εμείς, και που ακόμα μένουν οι γονείς μου. Εμφανιζόταν στο σπίτι σχεδόν κάθε Κυριακή, γύρω στις 12 το μεσημέρι, τρώγαμε όλοι μαζί, και στην συνέχεια καθόταν με τους γονείς μου στο σαλόνι μέχρι τις 5, οπότε και έφευγε. Ήταν συνομήλικος με τους γονείς μου, η τουλάχιστον έτσι νομίζω, αφού όταν ημούν πιτσιρικάς χώριζα τους ανθρώπους απλά σε μικρούς και μεγάλους, και φορούσε συνήθως γκρίζα σακκάκια. Ήταν πάντα φρεσκοξυρισμένος και έτσι, σε αντίθεση με τον πατέρα μου, δε μου προκαλούσε τόσο μεγάλη δυσφορία όταν με φιλούσε στο μάγουλο με το που ερχόταν. Αυτό το φιλί ήταν και η μοναδική στιγμή της επίσκεψής του που ασχολούταν μαζί μου. Αυτό ήταν που με έκανε να τον ξεχωρίσω. Ήταν ο μόνος από τους φίλους και τους συγγενείς των γονιών μου που δεν έκανε ηλίθια σχόλια για το πόσο μεγάλωσα, δεν ρωτούσε πώς τα πάω στο σχολείο, ούτε και τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Δεν μου τσιμπούσε τα μάγουλα ούτε μου ανακάτευε τα μαλλιά. Ήταν, πως να το πω, κανονικός άνθρωπος και όχι κλόουν που προσπαθεί να δείξει πόσο με συμπαθεί  ενώ στη πραγματικότητα δεν δίνει δεκάρα για μένα.
Και οι γονείς μου όμως τον ξεχώριζαν από τις υπόλοιπες παρέες τους. Συνήθως βρίσκονταν μόνο οι τρεις τους, και τις λίγες φορές που τους είδα μαζί με άλλους θυμάμαι το κύριο Λάκη σε μία γωνιά με ένα ποτήρι στο χέρι να μη πολυσυμμετέχει. Ήμουν μικρός για να θυμάμαι τι συζητούσαν με τις ώρες. Τις πιο πολλές φορές δεν ήμουν καν παρών. Έβλεπα όμως στα μάτια τους μια περίεργη λάμψη, όταν ήταν μαζί, που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Όπως δε θα ξεχάσω το βλέμμα των γονιών μου τη πρώτη Κυριακή μετά το θάνατο του Κυρίου Λάκη. Τότε ήταν που ρώτησα τη μητέρα μου αν ο κύριος Λάκης ήταν παντρεμένος. Με είχε απασχολήσει πολλές φορές αυτό αλλά θαρείς και περίμενα να φύγει τόσο μακριά για να ρωτήσω, από φόβο μη με ακούσει.
Η μητέρα μου σήκωσε το βλέμμα στο παράθυρο, κοιτώντας πάνω από τις πολυκατοικίες που έκρυβαν τον ορίζοντα, και είπε ψιθυριστά σα να μονολογούσε: "O Λάκης....παντρεμένος...όχι...αγαπούσε υπερβολικά..."

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τι λες ρε Μήτσο!Που σουνα κρυμένος τόσο καιρό;Ρε φίλε διαβάζω αρκετά blogs ,είναι η αλήθεια ,αλλά σου γράφω αμέσως μόλις διάβασα αυτό το post ,χωρίς να προλάβω να διαβάσω τίποτα άλλο!Έγραψα αμέσως διότι με άγγιξε ρε μάγκα!Keep going man!
ΥΓ.Δεν συνηθίζω να λιβανίζω κανέναν και ειδικά blogger ,έχω τοποθετηθεί εξάλλου σχετικά.

Ανώνυμος είπε...

συμβουλή! γράφε συχνότερα!